μυριώνυμος

μυριώνυμος
μυριώνυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει μύρια ονόματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)-* + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ετερ-ώνυμος. Το -ω- τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μυριώνυμος — of countless names masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυριώνυμον — μυριώνυμος of countless names masc/fem acc sg μυριώνυμος of countless names neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυριωνύμου — μυριώνυμος of countless names masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυριώνυμα — μυριώνυμος of countless names neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυριώνυμε — μυριώνυμος of countless names masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Myrionyma — MYRIONYMA, æ, Gr. Μυριώνυμος, ου, ein Beynamen der Isis, welcher die tausend Namen führende heißt, weil die Natur, die in ihr verehret wird, alle mögliche Gestalten annimmt. Plutarch. de Is. & Osir. p. 372. T. II. Opp. Man findet ihn noch auf… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή …   Dictionary of Greek

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”